dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διασταύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kreuzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διασταύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διασταύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anschluss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διασταύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegenüberstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διασταύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vergleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
διασταύρωση εθνικής οδού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Autobahndreieck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διασταύρωση αυτοκινητόδρομων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Autobahnkreuz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανισόπεδη διασταύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überführung
Ⓦ
Ⓖ
…