dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Demonstration
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kundgebung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Demo
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
συμμετέχων σε διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Demonstrant
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συμμετέχουσα σε διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Demonstrantin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
demonstrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντιδιαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegendemonstration
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καθιστική διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mahnwache
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πολυπληθής διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Massendemonstration
Ⓦ
Ⓖ
…