dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lesen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
studieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorlesen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
διαβάζω από
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβάζω μονομιάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in einem Stück lesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαναδιαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lesend wiederholen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιδιαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlendern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβάζω μεγαλόφωνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorlesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαναδιαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wiederholt lesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποδιαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu Ende lesen
Ⓦ
Ⓖ
…