dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δημοσιογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Journalist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δημοσιογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Journalistin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δημοσιογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reporter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ενσωματωμένος δημοσιογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kriegsberichterstatter
Ⓦ
Ⓖ
…