dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beleihung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausleihe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leihe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verleihung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
δανεισμός μισθωτών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitnehmerüberlassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ενεχυροδανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pfandleihe
Ⓦ
Ⓖ
…