dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
γωνιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Winkel-
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
γωνιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eckig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γωνιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
winklig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γωνιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Eck-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
γωνιακός πύργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eckturm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γωνιακός καναπές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sitzecke
Ⓦ
Ⓖ
…
γωνιακός λειαντήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Winkelschleifer
Ⓦ
Ⓖ
…