dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γκρίζο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Grau
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
γκρίζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γκριζομάλλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grauhaarig
Ⓦ
Ⓖ
…