dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Landwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ackerbau
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
Γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Georgien
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
βιολογική γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
biologische Landwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκτατική γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
extensive Landwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
Γεωργιανά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Georgisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εντατική γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
intensive Landwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
μεσογειακή γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Landwirtschaft des Mittelmeerraumes
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ορεινή γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Landwirtschaft in Berggebieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μερική απασχόληση στη γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftlicher Nebenerwerbsbetrieb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βιώσιμη γεωργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachhaltige Landwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γεωργία συντήρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Subsistenzbetrieb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γεωργία για εμπορικούς σκοπούς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkaufsorientierte Landwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…