dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
γέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gelächter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
Ευαγγέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Evangelium
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ευαγγέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Evangelium
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αλλουνού παπά ευαγγέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ganz etwas anderes
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περιγέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gespött
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φραγγέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Peitsche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
περιγέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spott
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αλλουνού παπά ευαγγέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überhaupt nicht zuständig
Ⓦ
Ⓖ
…