dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gamma
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
αμάλγαμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amalgam
Ⓦ
Ⓖ
…
γαμάτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αμάλγαμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gemisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κρυπτόγαμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kryptogame
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φανερόγαμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samenpflanzen
Ⓦ
Ⓖ
…