dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βοσκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weide
Ⓦ
Ⓖ
…
βοσκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weideland
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βοσκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Futter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
κτηνοτροφία με ελεύθερη βοσκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bodenhaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
πάχυνση με βοσκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weidemast
Ⓦ
Ⓖ
…