dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
βολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
τα βολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auskommen
Ⓦ
Ⓖ
…