dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
βελόνι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nadel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
βελονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Akupunktur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βελονιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfädeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βελονιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nadelstich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βελονιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βελονιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stich
Ⓦ
Ⓖ
…