dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
τα
αφροδίσια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschlechtskrankheiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
αφροδισιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell reizend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αφροδισιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell stimulierend
Ⓦ
Ⓖ
…