dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αυτί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ohr
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
αυτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Autismus
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αυτιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω αυτί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belauschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω αυτί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lauschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτί κασκέτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ohrenschützer
Ⓦ
Ⓖ
…