dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ασύρματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
drahtlos
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ασύρματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Funk-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ασύρματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Funkgerät
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ασύρματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Funk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ασύρματος εξοπλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Funkanlage
Ⓦ
Ⓖ
…