dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bürgerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Städterin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αποσπώ δημόσιο υπάλληλο ή δικαστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κουπαστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geländer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
οι
πληροφορίες κατασκευαστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herstellerangaben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τυχάρπαστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neureiche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουπαστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστήριχτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
παιδί μετανάστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zuwandererkind
Ⓦ
Ⓖ
…