dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Arterie
Ⓦ
Ⓖ
…
αρτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schlagader
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αρτηριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arterien-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρτηριακή πίεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blutdruck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδική αρτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fernstraße
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προσωπική αρτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesichtsschlagader
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οδική αρτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hauptverkehrsader
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περιφερειακή οδική αρτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umgehungsstraße
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτική συγκοινωνιακή αρτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verkehrsachse innerhalb der Gemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…