dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απόσβεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abbuchung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απόσβεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abschreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απόσβεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Löschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόσβεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tilgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόσβεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Amortisation
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
απόσβεση του χρέους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentlicher Schuldendienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόσβεση κεφαλαίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wertminderung des Kapitals
Ⓦ
Ⓖ
…