dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
απλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erstrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
um sich greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausstrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf dem Boden aufschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbreiten sich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausweiten sich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grassieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausbreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausbreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausstrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausweiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich niederlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verbreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
um sich greifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbreiten sich
Ⓦ
Ⓖ
…