dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απαλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befreien
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απαλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freisprechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απαλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entbinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entlasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verabschieden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
απαλλάσσω κάποιον από κάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαλλάσσω από την υπερένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαλλάσσω από ευθύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
exkulpieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαλλάσσω από κατηγορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
exkulpieren
Ⓦ
Ⓖ
…