dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschleppen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kidnappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entführen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
απαγωγός τάφρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abwasser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
απαγωγέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Entführer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entführung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απαγωγή αεροπλάνου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flugzeugentführung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
απαγωγέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kidnapper
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απαγωγή παιδιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kindesentführung
Ⓦ
Ⓖ
…