dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Immunität
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ανοσία (ιατρική)
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Immunität
Ⓦ
Ⓖ
…