dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ανισότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ungleichheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
ανισότητα εισοδήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einkommensgefälle
Ⓦ
Ⓖ
…
κοινωνική ανισότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
soziale Ungleichheit
Ⓦ
Ⓖ
…