dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ανελκυστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ανελκυστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lift
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
ανελκυστήρας φορτίων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lastenaufzug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανελκυστήρας προσώπων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Personenaufzug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανελκυστήρας χιονοδρόμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schlepplift
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανελκυστήρας αγαθών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Warenaufzug
Ⓦ
Ⓖ
…