dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αναπροσαρμογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anpassung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναπροσαρμογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuanpassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
επαγγελματική αναπροσαρμογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berufliche Umschulung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τιμαριθμική αναπροσαρμογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Indexierung
Ⓦ
Ⓖ
…
τιμαριθμική αναπροσαρμογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Preisindexierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αναπροσαρμογή σύνταξης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rentenanpassung
Ⓦ
Ⓖ
…