dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανίκανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίκανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
impotent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίκανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untauglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ανίκανος για εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arbeitsunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίκανος να κινηθεί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewegungsunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίκανος για εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dienstunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίκανος για εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwerbsunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίκανος να δράσει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handlungsunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανίκανος να μετακινηθεί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
manövrierunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανίκανος να τεκνοποιήσει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeugungsunfähig
Ⓦ
Ⓖ
…