dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pause
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ruhe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erholung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Atempause
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rast
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
αγρανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Brache
Ⓦ
Ⓖ
…
μεσημεριανή ανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mittagsruhe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εβδομαδιαία ανάπαυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wöchentliche Ruhezeit
Ⓦ
Ⓖ
…