dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αμφίβιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amphibie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αμφίβιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lurch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αμφίβιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amphibien-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αμφίβιο όχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Amphibienfahrzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αμφίβιο σκάφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Amphibienflugzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμφίβιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amphibisch
Ⓦ
Ⓖ
…