dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ακρωτήρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kap
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ακρωτηριασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Amputation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ακρωτηριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amputieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ακρωτηριασμός ποδιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beinamputation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ακρωτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kap
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kap der Guten Hoffnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ακρωτήριο Τραφάλγκαρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kap Trafalgar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ακρωτηριασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krüppel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ακρωτηριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstümmeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ακρωτηριασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verstümmelung
Ⓦ
Ⓖ
…