dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ακαταδίωκτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Immunität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ακαταδίωκτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Straflosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ακαταδίωκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strafrechtlich nicht verfolgt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ακαταδίωκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverfolgt
Ⓦ
Ⓖ
…