dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αθλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sport-
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αθλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sportlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αθλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
athletisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
αθλητικός σύλλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fußballverein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθλητικός σύλλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sportverein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθλητικός όμιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sportverein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αθλητικός όμιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Turnverein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντιαθλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unsportlich
Ⓦ
Ⓖ
…