dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αδειάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausleeren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αδειάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entleeren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αδειάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freimachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αδειάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leeren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αδειάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
räumen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αδειάζω τη βαλίτσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspacken
Ⓦ
Ⓖ
…