dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έξαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wallung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έξαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufregung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έξαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erregung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έξαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hitzewelle
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
γεμάτος έξαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gespannt
Ⓦ
Ⓖ
…