dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
άμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
maßlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übermäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unermesslich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
εξωτερική διάμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Außendurchmesser
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διάμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchmesser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εσωτερική διάμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Innendurchmesser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kreisdurchmesser
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παράμετρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Parameter
Ⓦ
Ⓖ
…