dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Αυστρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Österreich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
Κάτω Αυστρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Niederösterreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
Άνω Αυστρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Oberösterreich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
Αυστριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Österreicher
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
Αυστριακή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Österreicherin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυστριακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
österreichisch
Ⓦ
Ⓖ
…