dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Αμήν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
αμηνόρροια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausbleiben der Regel
Ⓦ
Ⓖ
…