dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
Άβελ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Αβελιανή ομάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abelsche Gruppe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
Βαβέλ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Babel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αβέλτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dumm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αβελτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
geistige Trägheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Πύργος της Βαβέλ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Turmbau zu Babel
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αβελτίωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unverbesserlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αβελτηρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verdummung
Ⓦ
Ⓖ
…