dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναλαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξαγοράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναδέχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επωμίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αναλαμβάνω την εγγύηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Gewährleistung übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναλαμβάνω την εγγύηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garantie übernehmen
Ⓦ
Ⓖ
…