dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
καύσιμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Treibstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Treibstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
προωθητικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Treibstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προωθητικό (μέσο)
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treibstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προωστική ύλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treibstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)