dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συνεισφορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beitrag
Ⓦ
Ⓖ
…
συνεισφορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kontribution
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνεισφορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνεισφορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kollektion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνεισφορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spende
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)