dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
φίμωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anlegen eines Maulkorbs
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φίμωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Knebelung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φίμωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorhautverengung
Ⓦ
Ⓖ
…