dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βηματοδότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schrittmacher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκαπανέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schrittmacher
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)