dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποδημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Auswanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μετανάστευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auswanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εκπατρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auswanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μισεμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auswanderung
Ⓦ
Ⓖ
…