dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λίκνισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
κουνήματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουνιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λικνίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λικνίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
παραδέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hin und her schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοροϊδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…