dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λογοκριτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zensor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κήνσορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zensor
Ⓦ
Ⓖ
…