dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ισοπέδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausgleichen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισοπέδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ebnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισοπέδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einebnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισοπέδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nivellieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ισοπέδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ebenen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ισοπέδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ebene
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ισοπέδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nivellierung
Ⓦ
Ⓖ
…