dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
οπτική γωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blickwinkel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οπτική γωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesichtspunkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οπτική γωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Perspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οπτική γωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sichtweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οπτική γωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Standpunkt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)