dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschlafen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festsitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Streit geraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klemmen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu zanken anfangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stecken bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)