dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
drücken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Druck ausüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keltern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)